τοίος

τοίος
-οία, -ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α
(δεικτ. αντων.)
1. (ως απόκριση στην αναφ. αντων. οἷος, στην ερωτ. αντων. ποῑος και στην αόρ. αντων. ποιός) τέτοιος («τοῑον ὅπως ἐθέλει», Ομ. Οδ.)
2. (απόλ. όταν αναφέρεται σε κάτι που έχει λεχθεί προηγουμένως) τέτοιος, όπως έχει λεχθεί (α. «οὐ μᾱλλον τοῑον ἤ τοῑον εἶναι», Πλούτ.
β. «oἱ μὲν τοῑοι, οἱ δὲ τοῑοι», Επίκ.)
3. (με απρμφ.) κατάλληλος ή ικανός να... («ἡμεῑς δ' οὐ νύ τι τοῑοι ἀμύνεμεν», Ομ. Οδ.)
4. (με επίθ. τού ίδιου γένους και τής ίδιας πτώσης ως εμφαντικό) τόσο («πέλαγος μέγα τοῑον», Ομ. Οδ.)
5. οἶος*
6. (το ουδ.) τοῑον
α) τόσο πολύ
β) (κατ' επέκτ.) πάρα πολύ
7. φρ. α) «θαμὰ τοῑον»
i) τόσο συχνά (Ομ.)
ii) πολύ συχνά (Ομ.)
β) «σιγῇ τοῑον» — ακριβώς σε σιγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η δεικτική αντωνυμία τοῖος, τοία, τοῖον έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *to-/ *ta-/ *toi- τού ουδ. τού άρθρου , , τό βλ. λ. με επίθημα -οιος (πρβλ. οἷος, ποῖος) που έχει προέλθει με εκφραστικό διπλασιασμό τού -y-. Κατ' άλλη άποψη, η αντων. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τη γεν. πληθ. *τοίων τού άρθρου, που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική αλλά μαρτυρείται στην Αρχαία Ινδική (πρβλ. αρχ. ινδ. tesām, αρχ. νορβ. peira < ΙΕ τ. *toisōm)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοῖος — such masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖον — τοῖος such masc acc sg τοῖος such neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίω — τοῖος such masc/neut nom/voc/acc dual τοῖος such masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίων — τοῖος such fem gen pl τοῖος such masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίως — τοῖος such adverbial τοῖος such masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖα — τοῖος such neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖαι — τοῖος such fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖε — τοῖος such masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖοι — τοῖος such masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίαις — τοῖος such fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”